- λακέτας
- λᾱκέτᾱς, ὁ, theA chirper, i.e. the cicada, Ael.NA10.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λακέτας — λακέτας, ὁ (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που φωνάζει ηχηρά, δυνατά, φωνακλάς, θορυβοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάσκω (πρβλ. ἔ λακ ον) + έτας (πρβλ. δαμ έτας)] … Dictionary of Greek
λακέτας — λακέτᾱς , λακέτας chirper masc acc pl λακέτᾱς , λακέτας chirper masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)